ξαναγριώνομαι

ξαναγριώνομαι
ξαναγριώνομαι (Μ)
1. εξαγριώνομαι
2. περιέρχομαι σε κατάσταση ταραχής, ερεθίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + ἀγριώνομαι «εξαγριώνομαι, ερεθίζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”